κατατυραννεύω

κατατυραννεύω
κατατυραννεύω (Μ)
(επιτ. τ. τού τυραννεύω) είμαι τύραννος, κυβερνώ τυραννικά, καταπιέζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + τυραννεύω «είμαι τύραννος, κυβερνώ μοναρχικά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”